-
1 ὀϊστεύω
A shoot arrows, ὅν τις ὀϊστεύσας ἔβαλεν whom one shot with an arrow, Il.4.196, cf. Od.8.216 ;τόξῳ ὀϊστεύσας 12.84
: c. gen. objecti,ἀλλ' ἄγ' ὀΐστευσον Μενελάου Il.4.100
: c. acc. cogn., ἀκτῖνας ὀ., etc., Nonn.D.41.257, etc.II trans., shoot with an arrow, AP5.57 (Arch.);τινὰ βελέμνῳ Nonn.D.15.322
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὀϊστεύω
-
2 ὀιστεύω
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ὀιστεύω
См. также в других словарях:
οϊστεύω — ὀϊστεύω (Α) [οϊστός] 1. ρίχνω βέλη, τοξεύω («τόξῳ ὀϊστεύσας κοῑλον σπέος εἰσαφίκοιτο», Ομ. Ιλ.) 2. χτυπώ, πλήττω με βέλος, πληγώνω … Dictionary of Greek